- σαλπίγγων
- σάλπιγξsaupefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαρτηματίτιδες — Φλεγμονές των ωοθηκών και των σαλπίγγων, ενίοτε υπεύθυνες για τη στειρότητα των γυναικών. Οι ε. συνοδεύονται από πυρετό, πόνους στο κάτω μέρος της κοιλιάς και δυσπαρεύνια, δηλαδή πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή. Συχνά, μπορεί να οδηγήσουν στην… … Dictionary of Greek
TUBA — Tyrrhenorum inventum, Plin. l. 7. c. 56. a tubo, seu canali, quem refert, dicta, priscis Graecis ignota fuit. Unde illos, Tubarum locô, conchis uti consuevisse, legimus, apud Hesychium, Κόχλοις τοῖς ςθαλαττίοις ἐχρῶντο, πρὸ τῆς τῶ σαλπίγγων… … Hofmann J. Lexicon universale
αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του … Dictionary of Greek
ελικώνας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ε. ήταν αδελφός του Κιθαιρώνα, αλλά τα δύο αδέλφια είχαν εντελώς αντίθετο χαρακτήρα. Ο άπληστος και πλεονέκτης Κιθαιρώνας, αφού σκότωσε τον πατέρα του, έριξε με ύπουλο τρόπο τον πράο… … Dictionary of Greek
εξάρτημα — το (Α ἐξάρτημα) [εξαρτώ] νεοελλ. 1. καθένα από τα μέρη που αποτελούν ένα μηχανικό σύνολο («εξάρτημα μηχανής, αυτοκινήτου» κ.λπ.) 2. άνθρωπος που εξαρτάται οικονομικά, πνευματικά κ.λπ. από άλλον και ως αντάλλαγμα υποστηρίζει τα συμφέροντα και τις… … Dictionary of Greek
λευκόρροια — Βλεννώδης ή βλεννοπυώδης έκκριση από το γυναικείο αιδοίο. Είναι λειτουργικό σύμπτωμα το οποίο παρατηρείται σε διάφορες παθήσεις του κόλπου, του τραχήλου, της μήτρας και σπανιότερα των σάλπιγγων. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε φλεγμονή, όγκο ή… … Dictionary of Greek
μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… … Dictionary of Greek
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek
σαλπιγγίτιδα — Η φλεγμονή των σ. της γυναίκας. Η φλεγμονώδης εξεργασία της σ. μπορεί να παραμείνει εντοπισμένη στη σ. ή να επεκταθεί στην ωοθήκη, οπότε προκαλεί σαλπιγγοωοθηκίτιδα, ή ακόμα να προσβάλλει και τη μήτρα (μητροσαλπιγγίτιδα). Τα συχνότερα αίτια είναι … Dictionary of Greek
σαλπιγγεκτομή — η, Ν ιατρ. εγχειρητική αφαίρεση τής μιας ή και τών δύο σαλπίγγων τής μήτρας σε περίπτωση φλεγμονής ή όγκου τού οργάνου ή, ακόμη, και σε εξωμήτρια κύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. salpingectomy (< σάλπιγγα + εκτομή)] … Dictionary of Greek